- διενθυμούμαι
- διενθυμοῡμαι (-έομαι) (AM)σκέπτομαι, στοχάζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διενθυμοῦμαι — διενθυμέομαι consider pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)